- ὀκταεδρικόν
- ὀκτα-εδρικόν (sc. σχῆμα), τό,A of an octahedron, Olymp.in Phd.p.238N.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀκταεδρικόν — of an octahedron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκταεδρικός — ή, ό (Α ὀκταεδρικός, όν) [οκτάεδρος] αυτός που έχει σχήμα οκταέδρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταεδρικόν γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες, το οκτάεδρο … Dictionary of Greek